κοντούλης

κοντούλης
α, ικο 1. низкий, низенький;
2. (ο ) коротышка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "κοντούλης" в других словарях:

  • κοντούλης — α, ικο 1. κάπως κοντός, κοντούτσικος 2. το θηλ. ως ουσ. η κοντούλα εκλεκτή ποικιλία αχλαδιάς και τού καρπού της, αλλ. κοντοποδαρούσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός (Ι) + υποκορ. κατάλ. ούλης] …   Dictionary of Greek

  • κοντούλης, -α, -ικο — υποκορ. του κοντός ο κάπως κοντός, κοντούτσικος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοντούλικος — η, ο [κοντούλης] κοντούλης, κοντούτσικος, κάπως κοντόσωμος …   Dictionary of Greek

  • κοντούλα — η βλ. κοντούλης …   Dictionary of Greek

  • κοντούτσικος — η, ο κάπως κοντός, λίγο κοντός, κοντούλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός (Ι) + υποκορ. κατάλ. ούτσικος (πρβλ. μικρ ούτσικος, στεν ούτσικος)] …   Dictionary of Greek

  • κοντός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 178 κάτ.) της Αίγινας. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αίγινας της νομαρχίας Πειραιώς. * * * (I) ή, ό (ΑM κοντός και κονδός, ή, όν) αυτός που έχει μικρό μήκος ή ύψος, ο… …   Dictionary of Greek

  • κόντιλος — κόντιλος, ὁ (Α) (υποκορ. τού κοντός) κοντούλης, κοντούτσικος, μικρούτσικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός (Ι) + κατάλ. ιλος (πρβλ. στρόβ ιλος < στρόβος)] …   Dictionary of Greek

  • κοντούλικος — η, ο βλ. κοντούλης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοντούτσικος — η, ο βλ. κοντούλης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοντός — ή, ό επίρρ. ά 1. κοντόσωμος, κοντούλης: Δεν τον θέλει αυτόν τον κοντό για άντρα της. 2. φρ., «λέει ο ένας το κοντό του κι ο άλλος το μακρύ του» λέγεται για κείνους που εκφέρουν γνώμες αντίθετες τη μια από την άλλη ή που διατυπώνουν διάφορες… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοντόσωμος — η, ο κοντούλης, κοντός άνθρωπος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»